ολοσκόρπιστος

ολοσκόρπιστος
η , ο совершенно рассеянный, рассыпанный, разбросанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ολοσκόρπιστος" в других словарях:

  • ολοσκόρπιστος — η, ο ο εντελώς διασκορπισμένος, κατασκορπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + σκορπιστός (< σκορπίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»